- απομαχος
- ἀπόμαχοςἀπό-μᾰχος21) небоеспособный Xen.2) не принимающий участия в боях
(Ἀχιλλεύς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀχιλλεύς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόμαχος — unfit for service masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόμαχος — ο (Α ἀπόμαχος, ον) νεοελλ. 1. απόστρατος 2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του αρχ. εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται … Dictionary of Greek
απόμαχος — η, ο αυτός που αποσύρθηκε από τη δουλειά του, το επάγγελμά του: Στο καφενείο εκείνο του λιμανιού μαζεύονταν συνήθως οι απόμαχοι ναυτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόμαχον — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem acc sg ἀπόμαχος unfit for service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχωτάτου — ἀπόμαχος unfit for service masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάχοις — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut dat pl ἀ̱πομάχοις , ἀπομάσσω wipe off perf opt act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάχου — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut gen sg ἀπομάχομαι fight from pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀπομάχομαι fight from imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάχους — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάχων — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμαχα — ἀπόμαχος unfit for service neut nom/voc/acc pl ἀ̱πόμαχα , ἀπομάσσω wipe off perf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμαχοι — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)